Ο πληθωρισμός ταυτίζεται με μία ανυποχώρητη αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών των αγαθών -υπηρεσιών και με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων και μετριέται με τον ΔΤΚ. Πρέπει να επισημανθεί ότι η μείωση του ΔΤΚ δεν σημαίνει μείωση των τιμών, αλλά μικρότερη αύξηση σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο η οποία συνεπάγεται πάλι μείωση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων. Αύξηση αυτής της αγοραστικής δύναμης ( δηλαδή μείωση της ακρίβειας) μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μείωση της απόλυτης τιμής των προϊόντων ή με αύξηση των εισοδημάτων.
Η μεταβολή των τιμών συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη των στοιχείων που τις διαμορφώνουν, δηλαδή με το κόστος παραγωγής, διακίνησης και ζήτησης και ανάλογα με το ποια υπερισχύουν έχουμε πληθωρισμό κόστους ( προσφοράς) ή ζήτησης και τα αντίστοιχα μέτρα οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπισή του. Ο πληθωρισμός ζήτησης συνδυάζεται με αύξηση των τιμών και της παραγωγής, ενώ εκείνος του κόστους με αύξηση των τιμών και με μείωση της παραγωγής. Ο πρώτος αντιμετωπίζεται με μέτρα συσταλτικής πολιτικής, ώστε να μειωθεί η υπερβάλλουσα ενεργός ζήτηση (π.χ. μείωση δημοσίων δαπανών ή αύξηση φόρων) και ο πληθωρισμός προσφοράς με συγκράτηση του κόστους (π.χ. μείωση ασφαλιστικών εισφορών ή του κόστους ενέργειας ή του φόρου επί των μισθών ή των δασμών). Η σωστή ταυτοποίηση, συνεπώς, της μορφής του πληθωρισμού είναι πολύ σημαντική, γιατί η λανθασμένη θα συνοδευτεί με λανθασμένα μέτρα αντιμετώπισης και με ενίσχυση των ανισορροπιών της οικονομίας.
Ο πληθωρισμός συνεπάγεται πολλές αρνητικές επιπτώσεις όπως μείωση των πραγματικών εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίων προϊόντων, των εξαγωγών, της αποταμίευσης και της αξίας του χρήματος. Βλάπτει επίσης όσους έχουν σταθερό εισόδημα και τους δανειστές. Θετικές επιπτώσεις έχει για τους οφειλέτες δανείων, τους κατόχους περιουσιακών στοιχείων και για τα φορολογικά έσοδα. Ο πληθωρισμός, ακόμη και ο ήπιος του 2%, είναι ανεπιθύμητος, αλλά όχι πολύ αισθητός από τους καταναλωτές. Είναι, όμως, ευνοϊκός για το κράτος, γιατί ενισχύει τα φορολογικά έσοδα, μειώνει το ποσοστό του δημοσίου χρέους και την αξία των ποσών αποπληρωμής του.
Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται χωρίς να απαιτείται αύξηση των φορολογικών συντελεστών ή του όγκου των αγοραζομένων αγαθών ή του πραγματικού εισοδήματος. Αυτό ισχύει τόσο για τα έσοδα από εμμέσους (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι) όσο και άμεσους φόρους (φόρος εισοδήματος με προοδευτική κλίμακα). Ο πληθωρισμός, συνεπώς, δεν διαφέρει από έμμεση φορολόγηση και δημοσιονομική απορρόφηση (fiscal drag), αποδίδοντας ίσως ό,τι και η επιτυχής πάταξη της φοροδιαφυγής. Ο πληθωρισμός, συνεπώς, είναι σε βάρος κυρίως των καταναλωτών-εργαζομένων και συνταξιούχων και αυτό έχει επιδεινωθεί γιατί στη χώρα μας την τελευταία 15ετία επικρατεί πληθωρισμός κόστους (συνολικά άνω του 20%) και ανεπαρκούς ενεργού ζήτησης εξαιτίας των μνημονίων. Συγκεκριμένα, το κόστος παραγωγής έχει επιβαρυνθεί από την αύξηση των τιμών των εισαγομένων πρώτων υλών, των ενεργειακών προϊόντων (πετρέλαιο, ρεύμα, αέριο) και από τους υψηλούς άμεσους και έμμεσους φόρους. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία όπου το ΑΕΠ το 2023 έφθασε μόλις στα 225 δισ. ευρώ, όσο ήταν περίπου το 2010 (224 δισ.) και η καταναλωτική δαπάνη στα 198 δισ. ετρώ, ενώ το 2010 ήταν 200 δισ. ευρώ. Οι φόροι, όμως, από 51 δισ. έφθασαν το 2023 στα 62 δισ. ευρώ. Η φορολογική απορρόφηση επιβεβαιώνεται για το 2024, όταν το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,4% και ο ΦΕΦΠ κατά 13,3%, όπως και ο ΦΠΑ κατά 7,7%. Η αύξηση συνεπώς των φόρων υπερβαίνει την αύξηση του εισοδήματος. Η ανεπαρκής ζήτηση οφείλεται στην απαράδεκτη περικοπή των μισθών – συντάξεων και του 13ου και 14ου μισθού, με συνέπεια οι αμοιβές των μισθωτών από 81 δισ. το 2010 μόλις να έχουν πλησιάσει τα 78 δισ. το 2023. Η φορολογική αυτή υπεραπόδοση έπεται ότι οδηγεί σε μείωση του δημοσίου χρέους (της Κεντρικής Κυβέρνησης), αλλά δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο. Από 340 δισ. ευρώ (150 % του ΑΕΠ) το 2010, το 2024 έχει φθάσει στα 402 δισ. ευρώ (170%).
Η ανεπαρκής ενεργός ζήτηση αντιμετωπίζεται μόνο με ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και των διαθέσιμων εισοδημάτων (μισθών – συντάξεων), σε συνδυασμό με τη μείωση ορισμένων στοιχείων κόστους παραγωγής, όπως φόρος εισοδήματος, έμμεσοι φόροι και ασφαλιστικές εισφορές. Ο συνδυασμός αυτός επιτυγχάνει συγκράτηση του πληθωρισμού, αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, χωρίς να απαιτείται αύξηση των ονομαστικών μισθών, και μείωση της αυτοαπασχόλησης και της φοροδιαφυγής. Οι εργαζόμενοι προτιμούν αύξηση του διαθέσιμου μισθού τους με μείωση του φόρου εισοδήματος και των έμμεσων φόρων, αντί της αύξησης των ονομαστικών τους μισθών, γιατί γνωρίζουν ότι ο πληθωρισμός μαζί με τον ΦΕΦΠ μηδενίζει την αύξηση των ονομαστικών μισθών. Πρέπει να επισημανθεί η διπλή φορολόγηση του εργατικού εισοδήματος, δεδομένου ότι ο εργαζόμενος εισπράττει την αμοιβή του καθαρή (μετά την παρακράτηση του φόρου) και στη συνέχεια με την ίδια αυτή αμοιβή αγοράζει αγαθά, πληρώνοντας επιπλέον φόρους (έμμεσοι φόροι).
Η μείωση του φόρου εισοδήματος μπορεί να επιτευχθεί με την καθιέρωση ενός μόνο χαμηλού συντελεστή ( βλ. Εσθονία, Τσεχία) ή με μείωση των φορολογικών συντελεστών μέχρι 40.000 ευρώ ή με τιμαριθμοποίηση της κλίμακας άνω του 20% και εκείνης των έμμεσων φόρων με ουσιαστική μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων. Οι μειώσεις αυτές θα οδηγήσουν σε περαιτέρω περιορισμό της φοροδιαφυγής, σε ενίσχυση των αγορών και τελικά σε περισσότερα φορολογικά έσοδα. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, δεν αποκλείεται ένας συντελεστής του ΦΠΑ 18% να αποδώσει περισσότερα από εκείνον του 24% (βλ. καμπύλη Laffer), σημαντική μείωση των τιμών των αγαθών και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Βελτίωση του φορολογικού συστήματος θα αποτελούσε και η καθιέρωση της ενιαίας φορολόγησης του οικογενειακού εισοδήματος, ανάλογα με τον αριθμό των μελών του νοικοκυριού. Η φορολόγηση αυτή ευνοεί τις πολυμελείς οικογένειες, τη δημογραφική ανάπτυξη και τους μισθωτούς, οι οποίοι σήμερα δεν έχουν τη δυνατότητα κατακερματισμού του φορολογητέου εισοδήματός τους για να πληρώσουν λιγότερο φόρο, δυνατότητα που έχουν οι μη μισθωτοί.
Η σταδιακή εφαρμογή των προτάσεων αυτών είναι πλέον αναγκαία για την αποκατάσταση των μισθωτών, οι οποίοι είναι τα θύματα της αντιεπιστημονικής, αντικοινωνικής και λανθασμένης πολιτικής (από ΔΝΤ-Ε.Ε.) το 2010, όπως έχει ομολογήσει η ίδια η τρόικα. Μόνον έτσι θα αποφευχθούν η περαιτέρω συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και η απαξίωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.